- θέρμιον
- θέρμιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέρμιον — θέρμιον, τὸ (ΑΜ) μσν. είδος νόσου, άφτρα αρχ. μικρό λούπινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θέρμος*] … Dictionary of Greek
Θέρμιον — Θέρμιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμίου — θέρμιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμίων — θέρμιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμια — θέρμιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)